- περισκυθιστής
- ὁ, Α [περισκυθίζω]1. βασανιστής που αφαιρούσε το τριχωτό μέρος τού δέρματος τής κεφαλής, γδάρτης2. γιατρός που εκτελούσε την εγχείρηση τής αφαίρεσης τού τριχωτού μέρους τού δέρματος τής κεφαλής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περισκυθιστάς — περισκυθιστά̱ς , περισκυθιστής one who scalps masc acc pl περισκυθιστά̱ς , περισκυθιστής one who scalps masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)